Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2012

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΟΙ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ στο Περιοδικό ΤΕΧΝΙΚΑ που Κυκλοφορεί στις 12/1/2012


H διάθεση για δημιουργική σύνθεση και διαμόρφωση νέων αρχιτεκτονικών προτύπων καλλιεργείται αρχικά στα πανεπιστήμια και τις αρχιτεκτονικές σχολές. Σε επόμενο- “μετά- πτυχιακό”- στάδιο, για να υπάρξει αρχιτεκτονική εξέλιξη, η ίδια διάθεση αναζητείται στην κοινωνία, δηλαδή στην πολιτεία και τις διάφορες διοικητικές μορφές της. Καλή εκπαίδευση συνεπώς από τις σχολές και στη συνέχεια “καθεστώς ίσων ευκαιριών” μέσα στα πλαίσια μιας ευγενούς άμιλλας είναι το υπόβαθρο μιας κοινωνίας που έχει την ωριμότητα να δημιουργεί και να εκφράζεται με την αρχιτεκτονική.


Τα έργα των Αρχιτεκτόνων μεταφέρουν τις ελπίδες και τις φιλοδοξίες της κοινωνίας και δημιουργούν την “κληρονομιά” που θα περάσει στις επόμενες γενιές. Αυτό το γεγονός θέτει ιδιαίτερο βάρος ευθύνης για την σύλληψη και τη διαχείριση του δομημένου περιβάλλοντος και είναι επομένως προς όφελος της κοινωνίας να εξασφαλιστεί ότι όσοι ‘’αρχιτεκτονούν’’, έχουν ένα υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης και κατάρτισης ώστε να είναι σε θέση να συναγωνίζονται σε διεθνές επίπεδο, τη σύλληψη και την παραγωγή αρχιτεκτονικού έργου.

Κύκνειο άσμα της απελθούσας υπουργού Τίνας Μπιρμπίλη ήταν η θέσπιση του «Νέου Πλαισίου διενέργειας των Αρχιτεκτονικών Διαγωνισμών» (ΦΕΚ T2 1427/16/6/2011) με το οποίο πραγματοποιείται ένα πολύ μεγάλο βήμα στην κατεύθυνση της εξασφάλισης των προδιαγραφών παραγωγής αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα, χώρα όπου “παραδόξως” αναμένεται έως και σήμερα η διασφάλιση εκ μέρους της Ελληνικής Πολιτείας πως οι Αρχιτέκτονες και μόνον αυτοί “για λόγους δημοσίου συμφέροντος” θα ασκούν Αρχιτεκτονική. Ειδική μνεία βεβαίως οφείλεται στον θετικό ρόλο της Μαρίας Καλτσά Γ.Γραμματέως του υπουργείου Αρχιτέκτονος, της οποίας δημιούργημα μπορεί να θεωρηθεί το νέο πλαίσιο των Διαγωνισμών.

Ένας αρχιτεκτονικός διαγωνισμός, σηματοδοτεί μια πρόθεση ανάδειξης της αρχιτεκτονικής δημιουργίας σαν κύριο εργαλείο από πλευράς κράτους για τη διαχείριση και την επίλυση σύγχρονων και καίριων προβλημάτων, στρατηγική απόφαση που απαιτεί θάρρος, ιδιαίτερα στις μέρες μας. Μετά από την αδυναμία του εγχώριου θεσμού των διαγωνισμών να ανταποκριθεί επί σειρά ετών στα σύγχρονα κριτήρια και τις διεθνείς προδιαγραφές, το πρώτο βήμα με το νέο πλαίσιο πραγματοποιήθηκε.

Αλλάζει η πόλη των Αθηνών γιατί αλλάζει η κοινωνία και οι ανάγκες των κατοίκων της Αθήνας, μέσα σε ένα σκηνικό παγκόσμιων αναταράξεων και ιστορικών μεταβολών. Το ζητούμενο είναι ποιος είναι ο προσανατολισμός μας και οι πολιτικές μας για την Αρχιτεκτονική στην Αθήνα. Τι σημαίνει σήμερα, και πώς εφαρμόζεται η προστασία του ιστορικού κέντρου και της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, πώς παράγεται αρχιτεκτονική για τη διατήρηση αλλά και τη διαχείριση ελεύθερων χώρων, ποια είναι η αρχιτεκτονική απάντηση στην τάση σχηματοποίησης κάθε είδους «γκέτο» στην καρδιά του κέντρου;

Σε μια δύσκολη περίοδο για όλους μας, περίοδο κρίσης και κριτικής των θεσμών και των πολιτικών αυτής της χώρας, ένας αρχιτεκτονικός διαγωνισμός που θα πραγματεύεται τα παραπάνω ερωτήματα, θα εξέπεμπε ένα σαφές μήνυμα: πως οφείλουμε επιτέλους να δούμε την Αρχιτεκτονική ως μια νέα ευκαιρία αναγέννησης. Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα λευκό χαρτί και σχεδιάζουμε την διάδοση και τις πολιτικές για την Αρχιτεκτονική υπό το πνεύμα μιας νέας εκκίνησης. Θεσμοθετημένοι φορείς για την προστασία και τη διάδοση της Αρχιτεκτονικής υφίστανται μεν, όμως μέσα σε τοπίο αμήχανο δε, εντός του οποίου σήμερα διεκδικείται περισσότερο από ποτέ η δυναμική παρουσία της Αρχιτεκτονικής στο δομημένο περιβάλλον.

Ουσιαστικός διάλογος των αρχιτεκτόνων με την πολιτεία και την κοινωνία νοείται κατ’ αρχήν μέσω των αρχιτεκτονικών διαγωνισμών. Η αρχιτεκτονική δεν είναι τέχνη λόγου και κριτικής ούτε βεβαίως πολιτικός σχεδιασμός. Είναι η ανεικονική κορύφωση, όπου το αντικείμενό είναι το ίδιο το πράγμα και όχι ένας ζωγραφικός πίνακας ή ένα περίτεχνο σχέδιο ή ένα κείμενο.


Σε αυτήν την κατεύθυνση, βασική προϋπόθεση για έναν επιτυχημένο διαγωνισμό αποτελεί ένα ειλικρινές κάλεσμα– πρόσκληση για παραγωγή συγκεκριμένων αρχιτεκτονικών προτάσεων αφενός, επακολουθούμενο από μία δίκαιη κρίση αφετέρου. Αν ο αγωνοθέτης αλλά και οι εν ισχύ θεσμοί, εξασφαλίζουν τα παραπάνω, τότε οι διαγωνιζόμενοι προβάλλονται, υπό το πρίσμα της ελεύθερης δημιουργικής σκέψης και της ανταλλαγής ιδεών και τεχνογνωσίας, το οποίο είναι ζητούμενο από τους αρχιτέκτονες που επιζητούν αμφίδρομη εξέλιξη ελληνικής αρχιτεκτονικής- κοινωνίας εδώ και πολλά χρόνια.


Τα βασικά κριτήρια ανάγνωσης, κριτικής και σύγκρισης των αρχιτεκτονικών προτάσεων που αφορούν έναν διαγωνισμό με αναφορά στο δημόσιο χώρο της πόλης είναι αρκετά και σύνθετα. Μέσα σε μία πρόταση διαγωνισμού αναζητείται κατ’ αρχάς και πριν από όλα ένα όραμα για την πόλη και κρίνεται η δυναμικότητα και η σαφήνεια με την οποία αυτό υποστηρίζεται με αρχιτεκτονικούς όρους. Παράλληλα ανιχνεύεται μέσα από τις διάφορες συνθετικές χειρονομίες η σχέση της αρχιτεκτονικής πρότασης με το υπάρχον πνεύμα εποχής (zeitgeist) και το κατά πόσον αυτή αφουγκράζεται τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας. Θα ήταν αφελές επίσης σήμερα να μην αποτελεί βασική παράμετρο διαμόρφωσης μιας πρότασης ο συνδυασμός του βιοκλιματικού σχεδιασμού με τεχνολογία αιχμής που αποδεικνύει τη διαρκή ύπαρξη δημιουργικών αναζητήσεων συγκερασμού τέχνης και επιστήμης εκ μέρους του αρχιτέκτονα.


Η «κατασκευασιμότητα» μιας πρότασης, εκφρασμένη κυρίως μέσα από τη σχεδιαστική αρτιότητα και την επάρκεια της αρχιτεκτονικής πληροφορίας, είναι μια εξίσου σημαντική παράμετρος, η οποία στα ελληνικά δεδομένα έχει δυστυχώς– παραδοσιακά- υποβαθμιστεί εννοιολογικά και σημειολογικά σε κριτήριο αισθητικά κενό, με αναφορά στη νομική έγκριση «κατασκευής» από το κράτος-εργοδότη, ενώ αντιθέτως αποτελεί βασικό κριτήριο επιτυχούς επικοινωνίας και εφαρμογής ακόμα και της πιο ριζοσπαστικής αρχιτεκτονικής σύλληψης.


Τέλος, η ανάπλαση δημοσίου χώρου οφείλει να είναι η αρχιτεκτονική έκφραση του επιπέδου πολιτισμικής εξέλιξης μιας κοινωνίας. Αυτή εν τέλει, γίνεται διακριτή όχι τόσο από τη διάθεση πρακτικής επίλυσης χωροθετικών και λειτουργικών προβλημάτων, αλλά από τη διακριτική εισχώρηση της παιδικότητας, της αυθεντικής δηλαδή έκφρασης του ονείρου και του φαντασιακού στο αστικό τοπίο, μέσα από λεπτοφυείς επιλογές κλιμάκων, χρωμάτων και υλικών που αναδεικνύουν την ευαισθησία και τη συναισθηματική νοημοσύνη στη σχέση του- κάθε- κατοίκου με το σύγχρονο του αστικό πολιτισμό.

Είναι ώριμη στιγμή η για τη διενέργεια αρχιτεκτονικών διαγωνισμών που αφορούν το δημόσιο χώρο σε μητροπολιτικό αλλά και περιφερειακό επίπεδο. Είναι η ώρα η έννοια του αστικού πολιτισμού να αποτελέσει ζητούμενο για το σχεδιασμό όχι μόνο της Αθήνας αλλά του συνόλου των ελληνικών αστικών κέντρων και να ενδυναμωθεί θεσμικά η παρουσία αρχιτεκτονικών προτάσεων για την επίλυση κοινωνικών και πολιτισμικών ζητημάτων στην περιφέρεια που τώρα εμφανίζονται κρισιμότερα παρά ποτέ.

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Συγχαρητήρια πρόεδρε . Το να επισημάνω διαφωνίες θα είναι πολύ μικρό για αυτή σου την άρτια τοποθέτηση.
Γ. Μαδεμοχωρίτης

Μαρία Φραντζή είπε...

Πολύ καλό άρθρο
Δυστυχώς ακόμα ιδιαίτερα επίκαιρο μιας και ο θεσμός βάλλεται πολύπλευρα 🤔